κατάκαυμα

κατάκαυμα
κατάκαυμα, τὸ (Α) [κατακαίω]
1. αυτό που έχει αποτεφρωθεί πλήρως
2. στον πληθ. (για φυτά) τὰ κατακαύματα
τα καμένα μέρη
3. φλεγμονή τού δέρματος η οποία έχει προέλθει από κάψιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάκαυμα — anything burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαυμάτων — κατάκαυμα anything burnt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύμασι — κατάκαυμα anything burnt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύμασιν — κατάκαυμα anything burnt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύματα — κατάκαυμα anything burnt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύματι — κατάκαυμα anything burnt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύματος — κατάκαυμα anything burnt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • жжение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. τὸ κατάκαυμα) сожженное.     … …   Словарь церковнославянского языка

  • κατακαυματώ — κατακαυματῶ, όω (Μ) [κατάκαυμα] καταστρέφω τελείως με καύση, πυρπολώ …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՐԵՑԱԾ — (ի, իւ. կամ ոյ, ով.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c գ. Այրեցումն. այրումն. որպէս այրուք, մնացորդ իրին այրեցելոյ, եւ հետք այրման. սպի, խարան. խանձող. մոխիր, աճիւն. եւ այլն. էրուք. ... κατάκαυμα adustio *Եւ մարմնոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”